Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ Σεληνῖται

См. также в других словарях:

  • σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»