-
1 σεληνίτης
A moon-stone, selenite, i.e. foliated sulphate of lime, so called because it was supposed to wax and wane with the moon, Dsc.5.141, Procl.Sacr.p.149 B.2 οἱ Σεληνῖται the men in the moon, Luc.VH1.18: fem.-ίτιδες, γυναῖκες Herodor.21
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεληνίτης
См. также в других словарях:
σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… … Dictionary of Greek